- συμβλέφαρο
- το, Νιατρ. ουλώδης σύμφυση ανάμεσα στα βλέφαρα ή σε ένα βλέφαρο και στον βολβό τού ματιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. symblepharon (< συν-* + βλέφαρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη].
Dictionary of Greek. 2013.